Page 75 - Apokalipsi Files
P. 75
γυναίκα, την Ιεζάβελ, και της είπε είπε όπως διαβάζουμε στο : 1 Βασ. 19:1-2 «και ο
Αχαάβ ανήγγειλε στην Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας, και µε ποιον τρόπο θανάτωσε
µε ροµφαία όλους τούς προφήτες. Και η Ιεζάβελ έστειλε έναν µηνυτή στον Ηλία,
λέγοντας: Έτσι να κάνουν οι θεοί και έτσι να προσθέσουν, αν αύριο αυτή περίπου
την ώρα δεν κάνω τη ζωή σου σαν τη ζωή ενός από εκείνους. Αλίµονό σου» δηλαδή
«άµα σε πιάσω Ηλία»…
Ας συνεχίσουµε από το Βασιλέων Ά κεφάλαιο 19 εδάφιο 3: «Και επειδή φοβήθηκε,
σηκώθηκε, και αναχώρησε χάρη τής ζωής του, και ήρθε στη Βηρ-σαβεέ, που είναι
στον Ιούδα, και άφησε εκεί τον υπηρέτη του. Κι αυτός πήγε στην έρηµο µιας ηµέρας
δρόµο, και ήρθε και κάθισε κάτω από µια άρκευθο· και επιθύµησε µέσα του να
πεθάνει, και είπε: Αρκεί· τώρα, Κύριε, πάρε την ψυχή µου, επειδή δεν είµαι
καλύτερος από τους πατέρες µου. Και αφού πλάγιασε, αποκοιµήθηκε κάτω από µια
άρκευθο, και ξάφνου, ένας άγγελος τον άγγιξε, και του είπε: Σήκω, φάε. Και κοίταξε
προς τα πάνω, και να, κοντά στο κεφάλι του υπήρχε ψωµί, ψηµένο επάνω σε καυτές
πέτρες, και δοχείο µε νερό. Και έφαγε και ήπιε, και ξαναπλάγιασε. Και ο άγγελος του
Κυρίου γύρισε για δεύτερη φορά, και τον άγγιξε, και είπε: Σήκω, φάε· επειδή, είναι
µεγάλος ο δρόµος για σένα. Και αφού σηκώθηκε, έφαγε και ήπιε, και µε τη δύναµη
εκείνης της τροφής οδοιπόρησε 40 ηµέρες και 40 νύχτες, µέχρι το Χωρήβ, το βουνό
τού Θεού. Και µπήκε εκεί σε ένα σπήλαιο, και έκανε ένα κατάλυµα· και να, λόγος τού
Κυρίου ήρθε σ' αυτόν, και του είπε: Τι κάνεις εδώ, Ηλία; Κι εκείνος είπε: Στάθηκα στο
έπακρων ζηλωτής τού Κυρίου, του Θεού των δυνάµεων· επειδή, οι γιοι Ισραήλ
εγκατέλειψαν τη διαθήκη σου, κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά σου, και θανάτωσαν
τους προφήτες σου µε ροµφαία· κι εγώ εναπέµεινα µόνος· και ζητούν τη ζωή µου,
για να την αφαιρέσουν και είπε: Βγες έξω, και στάσου επάνω στο βουνό, µπροστά
στον Κύριο. Και να, ο Κύριος διάβαινε, και δυνατός άνεµος έσχιζε τα βουνά, και
έσπαζε τους βράχους µπροστά από τον Κύριο· ο Κύριος δεν ήταν µέσα στον άνεµο·
και ύστερα από τον άνεµο, σεισµός· ο Κύριος δεν ήταν µέσα στον σεισµό· και
ύστερα από τον σεισµό, φωτιά· ο Κύριος δεν ήταν µέσα στη φωτιά· και µετά τη
φωτιά, ήχος λεπτού αέρα. Και καθώς ο Ηλίας τον άκουσε, σκέπασε το πρόσωπό του
µε τη µηλωτή του, και βγήκε έξω, και στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς. Και να,
ακούστηκε σ' αυτόν µια φωνή, που έλεγε: Τι κάνεις εδώ, Ηλία; Και είπε: Στάθηκα στο
έπακρων ζηλωτής τού Κυρίου των δυνάµεων· επειδή, οι γιοι Ισραήλ εγκατέλειψαν
τη διαθήκη σου, κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά σου, και θανάτωσαν τους προφήτες
σου µε ροµφαία· και εγώ εναπέµεινα µόνος· και ζητούν τη ζωή µου, για να την
αφαιρέσουν. Και ο Κύριος του είπε: Πήγαινε, γύρνα πίσω στον δρόµο σου, στην
έρηµο της Δαµασκού· και όταν έρθεις, χρίσε τον Αζαήλ βασιλιά επάνω στη Συρία·
και τον Ιηού, τον γιο τού Νιµσί, θα τον χρίσεις βασιλιά επάνω στον Ισραήλ· και τον
Ελισσαιέ, τον γιο τού Σαφάτ, από την Αβέλ-µεολά, θα τον χρίσεις προφήτη αντί για
σένα·»
Και στο εδάφιο 18, του λέει: «άφησα όµως τον Ισραήλ 7.000 όλα τα γόνατα όσα δεν
έκλειναν στο Βαάλ και κάθε στόµα που δεν τον φίλησε.»
75